- άπραγος
- η , ο неумелый, неопытный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπραγος — η, ο (AM ἄπραγος, ον) [πράττω] αδρανής, νωθρός νεοελλ. 1. άπειρος, αδαής 2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας … Dictionary of Greek
άπραγος — η, ο άπειρος, αδέξιος: Ήταν ακόμη παιδί άπραγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπραγον — ἄπραγος masc/fem acc sg ἄπραγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
опракосъ — ОПРАКОС|Ъ (1*), А с. ἄπρακτος, ἄπραγος Апракос, тип Евангелия или Апостола, в котором чтения расположены в порядке церковных праздников: списа на волоцѣ еѹанг҃лiе опрако(с). б҃олюбивому анътонию игумену. Псалт XIV1 (2), 337 (зап.) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
απραγία — κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) [άπραγος] νεοελλ. έλλειψη πείρας, αδεξιότητα αρχ. μσν. 1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας 2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… … Dictionary of Greek